μεταγλωττισμός

μεταγλωττισμός
ο
η μεταγλώττιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταγλωττίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1772 στον Ευγ. Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”